- μελετητός
- μελετητός, -ή, -όν (Α) [μελετώ]αυτός που μπορεί να αποκτηθεί με την άσκηση ή τη μελέτη ή αυτός που μπορεί να τόν μάθει κανείς με την άσκηση ή τη μελέτη («εἰ δὲ μελετητόν τε καὶ ἀσκητόν, οἵτινες ἐξασκήσουσι καὶ ἐκμελετήσουσιν ἱκανῶς», Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.